- παράμεσος
- -η, -ο1. που είναι κοντά στο μέσο.2. ως ουσ., παράμεσος, ο το δάχτυλο ανάμεσα στο μικρό και στο μέσο δάχτυλο του χεριού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παράμεσος — next the middle masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράμεσος — η, ο / παράμεσος, έση, ον, θηλ. και ος, ΝΑ αυτός που βρίσκεται κοντά στο μέσο, στο κέντρο («παράμεσος δάκτυλος» το δάχτυλο που βρίσκεται ανάμεσα στο μέσο και στο μικρό) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο παράμεσος ο παράμεσος δάκτυλος, αλλ. δακτυλίτης αρχ … Dictionary of Greek
παράμεσον — παράμεσος next the middle masc/fem acc sg παράμεσος next the middle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμέσου — παράμεσος next the middle masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμέσους — παράμεσος next the middle masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμέσων — παράμεσος next the middle masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμέσῳ — παράμεσος next the middle masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράμεσα — παράμεσος next the middle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράμεσοι — παράμεσος next the middle masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПЕРСТЕНЬ-ПЕЧАТКА — • Σφραγίς, который в Афинах носили все свободные, не принадлежавшие к беднейшему классу, как печать, для накладывания печатей. Чтобы предупредить подделки в документах и т. д., т. к. печать служила для удостоверения подписи, уже Солон … Реальный словарь классических древностей